αφάνταχτος

αφάνταχτος
η , ο
1) ничем не примечательный, не выделяющийся, обыкновенный; 2) см. αφάνταστος 3 υφαντός, η , ο [ος , ον ] 1) исчезнувший; убежавший;

έγινε αφάνταχτος — его и след простыл;

2) невидимый, незримый;
3) малозаметный; 4) см. αυφαντος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αφάνταχτος" в других словарях:

  • αφάνταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε φαντάζει, δεν κάνει εντύπωση: Το σπίτι εξωτερικά είναι αφάνταχτο. 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο μετριόφρονας (αντίθ. φαντασμένος): Μ όλα τα πλούτη που απόχτησε έμεινε άνθρωπος αφάνταχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφάνταχτος — η, ο 1. εκείνος που δεν φαντάζει, που δεν έχει εντυπωσιακή εμφάνιση 2. ο μετριόφρονας 3. αφάνταστος, εξαιρετικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»